- ἠύτ'
- ἠύτε , ἠύτεasepic (indeclform particle)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TITARESIUS vulgo TITARESO — TITARESIUS, vulgo TITARESO Hesach. Τιταρήσιος, ποταμὸς Η᾿πείρου. Ubi Gramaticus alias longe doctissimus suam in Geographicis inscitiam prodit: est enim Pieriae et Theslaliae fluvius, apud Pharsalum urbem fluens, longe ab Epiro. Sed fefellit cum… … Hofmann J. Lexicon universale
επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… … Dictionary of Greek
ηΰτε — ἠΰτε (Α) (επικ. επιρρ. μόριο) καθώς, ακριβώς όπως, ακριβώς σαν («ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠύτ ὁμίχλη» αναδύθηκε από την αφρόλευκη θάλασσα σαν ομίχλη, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ή, η (Fέ «ή» και *υτε που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ινδ. uta «και,… … Dictionary of Greek